- ὀνίναμαι
- med. имею (получаю) пользу, выгоду
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
απονίναμαι — ἀπονίναμαι (Α) ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
επαπονίναμαι — ἐπαπονίναμαι (Α) απολαμβάνω επί πλέον, καρπώνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ονίναμαι «ωφελούμαι»] … Dictionary of Greek
κατονίναμαι — (Α) λαμβάνω ωφέλεια από κάτι («ὅπως σαυτῆς κατόναι , ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»] … Dictionary of Greek
ονίνημι — (ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, έομαι) ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον αρχ. 1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β πρόσ.) ὄναιο να χαίρεσαι, να χαρείς 3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β … Dictionary of Greek